Ποίηση

 

Το αλφαβητάρι του βλέμματος, της Ελένης Σιγαλού

E-mail Εκτύπωση PDF
Το eyelands υποδέχεται με μεγάλη χαρά την έκδοση της ποιητικής συλλογής ''Το αλφαβητάρι του βλέμματος'' της Ελένης Σιγαλού, που ανήκει στην ομάδα των συνεργατών του ''νησιού''.

alt
Η συλλογή ποιημάτων
''Το αλφαβητάρι του βλέμματος'' της Ελένης Σιγαλού κυκλοφόρησε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς από τις εκδόσεις "Ηριδανός". Πρόκειται για συλλογή ποιημάτων χαϊκου, που συνοδεύεται από κάποιες εξαιρετικές φωτογραφίες της ποιήτριας και φωτογράφου.
Την Ελένη Σιγαλού τη γνωρίσαμε εδώ στο eyelands από τη συμμετοχή της στον πρώτο μας ποιητικό διαγωνισμό, όπου βραβεύτηκαν δύο ποιήματά της και στη συνέχεια από τις συνεργασίες της, ποιήματα και φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν στις ενότητες του νησιού. Δεν χρειάζεται να εκθειάσουμε εμείς τα ταλέντά της και στα δύο είδη τέχνης, απλά εκφράζουμε τη χαρά μας που το έργο της βρήκε το δρόμο του για ένα ευρύτερο κοινό μέσα από μια πολύ καλαίσθητη έκδοση από έναν πολύ καλό εκδοτικό οίκο.
Αυτό είναι ένα δείγμα της ποίησής της στο Αλφαβητάρι του βλέμματος:

Πως γράφει το φως;
Και πως το σκοτάδι;
Πως εκπαιδεύεται
το βλέμμα
στα εξωτερικά
και στα εσώτερα τοπία;
Ώσπου οι σκιές,
φεγγίτες,
αντεστραμμένου ουρανού.



*
Η φωτογραφία είναι της Ελένης Σιγαλού


*
Διαβάστε περισσότερα ποιήματα της Ελένης Σιγαλού σε αυτή την ενότητα Storyland/ποίηση
Δείτε φωτογραφίες της στην ενότητα Dreamland/χρώματα

*
Ποίηση και Φωτογραφίες της Ελένης Σιγαλού στο μπλογκ "Κυκλάμινο"
http://photo-grafiblog.blogspot.gr
link και στο eyelands

*
Η Ελένη Σιγαλού γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 10 Μαρτίου 1964. Σπούδασε Φυσικός στο Πανεπιστήμιο Πατρών και δεν ολοκλήρωσε το Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Ρέθυμνο.  Εργάζεται ως καθηγήτρια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Εκτός από το γράψιμο, ασχολείται και με τη φωτογραφία (αρχικά ασπρόμαυρη και τώρα ψηφιακή). Η πρώτη έκδοση ποιημάτων της ήταν το 2010 στο Ρέθυμνο: " Με όλες μας τις αισθήσεις" (εκδ. Καλαϊτζάκης), μια από κοινού λογοτεχνική έκδοση από καθηγητές του νομού Ρεθύμνου. Κατόπιν εκδόθηκε ένα ποίημά της, "Το σπίτι", στο περιοδικό Πλανόδιον, τεύχος 50. Ζει στην Πάτρα πλέον (μετά από πολλά χρόνια στο αγαπημένο της Ρέθυμνο).
Η Ελένη Σιγαλού ήταν ανάμεσα στις 14 ποιητικές φωνές που δημιούργησαν το Ποιητικό Ημερολόγιο 2013 "Εποχές", του eyelands. Το Ημερολόγιο περιέχει δύο ποιήματά της. Συμμετέχει όμως με ένα ποίημά της και στο Ημερολόγιο "Έρως - Κρίσις" που δημιούργησε το eyelands για το 2014, σε συνεργασία με τις εκδόσεις iwrite

**

Ποιήματα της Γεωργίας Ανδρουλιδάκη

E-mail Εκτύπωση PDF
Γένεσις
altΕγώ δε σας μεγάλωσα με πολλά
είχα όμως τον  ήλιο και τη θάλασσα συμμάχους
και τον αστερισμό του Ωρίωνα φύλακα άγγελο σας..
Ούτε και σας ταξίδεψα πολύ
μόνο σε κόσμους γενναίων πειρατών
και μαγικά δάση με παιχνιδιάρες νεράιδες...

Τους χειμώνες είχα τον Αι Βασίλη, σύντροφο..
Τα καλοκαίρια τις γοργόνες με τα πολύχρωμα λέπια, νταντάδες..
Κι ο χρόνος λίγος,
όσο η ζωή μιας πεταλούδας
άλλαζε τις εποχές
και μου άφηνε μόνο τη γεύση
των αλλαγών,
δώρο σε κουτί με κόκκινη κορδέλα..
Δεν είμαι ίδια,
μα αγαπώ περισσότερο
δεν είχα πολλά,
μα γέμισα θησαυρούς
κοιμάμαι κι αφουγκράζομαι
τις αναπνοές των ονείρων σας
μυστικό νανούρισμα,
τ' ανήσυχα βράδια των φόβων μου..

**
πρώτη ανάρτηση:http://alhtissa.blogspot.gr/


**

Μια εσωστρεφής στρουθοκάμηλος


Στην αρχή ήρθε ο έρωτας

κι αργότερα οι απαγορευμένες ταινίες
και λίγο μετά η κοινωνική δικτύωση..
Σα να λέμε έρωτας με συντηρητικά
να μη χαλάει απ' τη ζέστη..
Έρωτας διαρκείας
γεμάτος απ' τη γλυκιά πεμπτουσία του απόλυτου..
Οι εραστές νοσταλγοί του ρομαντισμού
ανταλλάζουν μηνύματα αγάπης
"Πες μου πως σ' αρέσει να το κάνεις;"
Τα πληκτρολόγια των υπολογιστών
πρέπει να είναι εστίες ηδυπαθών μικροβίων..
Ράθυμες παρθένες λικνίζουν τα κορμιά τους στη θέα
των λαίμαργων λέξεων..
Η φαντασία στην εξουσία κι η μαλακία επιστήμη.
Φιλώ το χέρι σας εφευρέτες του νέου έρωτα
οραματιστές των βίντεο γκέιμς
κυνηγοί με το ψηφιακό πιστόλι στο χέρι
αυτός ο έρωτας δε μου χαλάει το μαλλί..
Είμαι η συναρπαστική εικόνα του βαρετού εαυτού μου
είμαι το αύριο των αποστειρωμένων σχέσεων
ο "Μικρός Ήρως" στο διαφημιστικό του διάσημου αναψυκτικού
ο ψηφοφόρος της συμμετοχικής δημοκρατίας του καναπέ
είμαι όσα ονειρεύτηκε ο πολιτισμός για το μέλλον του
είμαι νωθρός και ευνουχισμένος
είμαι μόνος κι έχω ξεχάσει ν' αγγίζω
είμαι σίγουρος πως η αξίες του πολιτισμού μου μένουν αναλλοίωτες
Είμαι η εσωστρεφής, καταθλιπτική στρουθοκάμηλος του δυτικού πολιτισμού σας

**


Διάφανη

altΚρύβομαι,
ξετυλίγοντας αργά το κουβάρι της λήθης,
ακροβατώ στη γραμμή του ορίζοντα,
παραδομένη στο άπειρο..
Υποφέρω απ’ το φόβο της νοσταλγίας,
σαν την παλιά αρρώστια με γυροφέρνει
η μνήμη...

Το παρελθόν μ’ αποποιήθηκε..
Οι θάλασσες των παιδικών μου χρόνων,
έχουν διαφημιστικές ομπρέλες  για πανιά,
οι βράχοι κατακτήθηκαν,
το σπάνιο κρίνο μαράθηκε
απ’ την πολυκοσμία..
Μόνο το νερό αφήνω να μ’ αγγίζει,
με νουθετεί σα μάνα,
μ’ αναστατώνει  σαν εραστής..
Οι λέξεις δεν έχουν φτερά,
ευτυχώς..
Χρόνια κεντώ τη διαθήκη μου,
τρυπώντας το χαρτί..
Ηθελημένα καθυστερώ την αναχώρηση,
μα η παρουσία μου γίνεται όλο και πιο διάφανη..
Εξατμίζομαι,
διαπλέοντας τα διάφανα νερά
του Λυβικού πελάγους
Αποχαιρετώ το καλοκαίρι της απουσίας σου..
Ηττημένη..

&&
Εικόνες

Χάνομαι κατά καιρούς,
κρύβομαι από τον κόσμο,
στις τουαλέτες των πολυσύχναστων μπαρ..
Φοράω παλιά ρούχα να αποφύγω τα βλέμματα,
κλείνω τ' αυτιά μου με τις παλάμες, να μην ακούω..
Δε θέλω να μου πείτε το σωστό,
διεκδικώ το δικαίωμα μου στην μάθηση δια της εμπειρίας..


Κάποιος μιλάει δυνατά στο κινητό για τη ζωή του,
αυξανόμενη εκπομπή ρύπων..
Δυο άνθρωποι κάνουν έρωτα στα όρθια,
έρωτας σε φαστ τρακ..
Τα σεντόνια δε φτάνουν να σκεπάσουν την παγωνιά,
να το ξέρεις
θέλεις έξτρα κουβέρτες το καλοκαίρι
που οι άνθρωποι ενώνονται υπό την επήρεια αλκοόλ..
Κάποιος να σταματήσει τη μουσική,
να πατήσει παύση,
να παγώσουν οι γρήγορες κινήσεις..
Η γη γυρίζει αργά
κι όσα διαρκούν θέλουν υπομονή να ανθίσουν..
Η ολιγωρία είναι το μόνο αντίδοτο στο θυμό..

 

***

Τρία ποιήματα της Καίτης Στεφανάκη

E-mail Εκτύπωση PDF

Όμοιος ομοίω


altΚράτησα εντός μου
εκείνο το αχνό χαμόγελο
με υποψία συγκατάβασης,
ίσως δυνητικής αποδοχής
και ενδεχόμενης συνύπαρξης
στις απειλητικές πτυχές του τέλους.

Μα το επόμενο χαμόγελο
πλήρες ανθούσης κυνικότητας
ανήγειρε εκ βάθρων
το χάος ανάμεσα στα φύλα,
του φύλου σου, του φύλου μου.

Το Όμοιος ομοίω αεί πελάζειν
ήταν και είναι ο χωρισμός μας.

--

Τι;


Έκοψα
του ρολογιού
τους λεπτοδείκτες.
Έμεινε
ο άξονας
κι οι αριθμοί
να περιμένουν.
Τί;
Δεν έχει ο χρόνος
πια για μας
αρχή και τέλος.

--

Του έρωτα και της αγάπης

Σ’ αγαπώ σαν βροχή
που αναλύεται σε ουράνιο τόξο,
όταν ηλιαχτίδα εσύ
διαπερνάς τον ιστό μου.

Σ’ αγαπώ σαν ποταμός
που θωπεύει τις όχθες σου.

Σ’ αγαπώ σαν χείμαρρος
που ξεσκίζει τη γη.

Σ’ αγαπώ σαν θάλασσα
μετά-κατακλυσμιαία.

Λέξεις καινούριες θα εφεύρω
για τον καινούριο μας έρωτα.

Σ' αγαπώ,
απλά κι ολοκληρωτικά,
σαν καθεστώς.

**
Καίτη Στεφανάκη

Σπούδασε ιστορία της ευρωπαϊκής τέχνης, κλασσική και βυζαντινή αρχαιολογία στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, με διατριβή στη βυζαντινή τέχνη. Παράλληλα με τις θεωρητικές σπουδές της παρακολούθησε κύκλους σπουδών στη ζωγραφική, φωτογραφία και κεραμική. Επιμελήθηκε εκθέσεις Ελλήνων και Γερμανών καλλιτεχνών στη Γερμανία και την Ελλάδα, καθώς και τη γερμανική συμμετοχή στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για την Πολιτιστική Πρωτεύουσα Θεσσαλονίκη 1997. Οργάνωσε επιστημονικές ημερίδες και συνέδρια για την τέχνη και τη δημιουργικότητα. Συμμετείχε η ίδια σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.
***
Η Καίτη Στεφανάκη διακρίθηκε στο διαγωνισμο διηγήματος αλλά και στον ποιητικό διαγωνισμό της ιστοσελίδας eyelands για το 2012. Έτσι ένα διήγημά της και ένα δικό της ποίημα περιλαμβάνονται στις αντίστοιχες εκδόσεις του eyelands. Τα ποιήματα που διαβάζετε εδώ δημοσιεύονται για πρώτη φορά.Aπό το Δεκέμβριο του 2012 ανήκει στην ομάδα των συνεργατών του "νησιού".


***

Ποιήματα του Δημήτρη Τούλιου

E-mail Εκτύπωση PDF
altτα σκίτσα είναι του Δημήτρη Τούλιου

Δεν
Δεν είναι απαραίτητο να είσαι μεγάλος ποιητής,
ξέρεις:
τόμοι,
αρτηρίες,
επιφωνήματα…
Μόνο κάποιες λέξεις
που πονάνε
που ΣΕ πονάνε.
Και λίγη απόγνωση.
Εκεί ακριβώς που συνειδητοποιείς ότι πέφτεις,
ενώ οι άλλοι σε χειροκροτούν,
νομίζοντας ότι πετάς.
Μα τίποτα από τα δύο
δεν σ’αφήνουν  να κάνεις.
Μόνο σου ετοιμάζουν ένα μενού
με ‘’ΔΕΝ’’ και ‘’ΜΗΝ ‘’
και’’ΠΡΟΣΟΧΗ’’.

Αυτή είναι η υψηλή ποίηση της εποχής
-τους γραφιάδες των νόμων θεωρώ ποιητές-
αυτή ήταν και για κάθε εποχή.
Κανόνες και ρίμες
ριπές και λεξικά
και ατέρμονη γνώση των πάντων!
Και φυσικά ακαδημαϊσμοί
ατέλειωτα λογύδρια(τι έχει να κάνει το ύδωρ μ’αυτό;) και αποφάσεις
του τι είναι ποίηση και τι όχι.
Όλα αυτά τα θεωρητικα και τα χαριτωμένα,
καταιγισμός,
‘’ανδρών επιφανών
άπας στίχος τάφος’’,
γιατί τώρα βρέχει
και θα κρυφτούμε.
Θα σκάσουμε και θα σκάψουμε
πολύ βαθιά μέσα στις λέξεις,
εκεί, να κρυφτούμε.
Ανασαίνουμε;

**
Μου είπες να συνεχίσω


Μου είπες να συνεχίσω κανονικά τη ζωή μου,
μα αυτό δεν κάνω;
Λες κι αυτό είναι θέμα απόφασης,
κατεβάζω το μοχλό
και όλα είναι σαν πίνακας ζωγραφικής:εικονικοί πόνοι,
φόβοι προσχηματικοί,
δάκρυα – μπογιές…

Όσο για τα τελευταία,
άσε με να τα αφήνω πραγματικά να κυλήσουν,
αυτά είναι αληθινά
και συχνά λυτρωτικά
γιατί σ’αγαπώ,
όπως αγαπώ κάθε τι αδύναμο,
όπως αγαπώ και τον εαυτό μου
που τον βλέπω τώρα αφ’υψηλού
να κλαίει ήσυχα.

Ο κακομοίρης ο εαυτός μου,
που θα συνεχίσει να πίνει σοκολατούχο
όπως πριν.

Και δε φοβάμαι,
αυτό μπορώ να το κάνω
αν εσύ μου το ζητήσεις.
Μου το ζήτησες ήδη.
Αρκετά πια με το φόβο
μας πήρε πραγματικά ό,τι φοβόμασταν
γιατί δε σε φυλάει σα φίλος,
μα σε κάνει έρμο και έρμαιο.

Όχι άλλο χατίρι στο φόβο.
Για να σε κρατήσω,δε θα φοβάμαι  πλέον,
σου δίνω υπόσχεση.

Αρκετά δε δώσαμε σε κείνους από δαύτον;
Μόνο άσε με
να με παίρνουν λίγο οι ποταμοί των ματιών
και να με παρηγορούν πού και πού
στο ταξίδι τους το υγρό.

Είναι μια φυσική ανάγκη,
γιατί σ’αγαπώ,
όπως αγαπώ και κάθε αδύναμο
σαν και μένα.

Αλλά σ’αυτούς,
άλλο φόβο δε χαρίζω,
Είναι η σειρά τους τώρα.

Και μεις
θα γελάμε.

**
Ο πόνος ειν’ του σώματος απόφασηalt
-

Το σώμα είναι κομμάτι χώμα,
με τα όλα του,
αποκομμένο το ξεστόμισε η γη.
Μαζί φυλάττει εν συντομία τα μυστικά της,
προδίδοντάς τα:
αίμα,χούμο,πετρούλες,ριζίδια,
φύλλα και σκουλήκια,σποράκια θησαυρούς προαιώνιους.
Γεννάει τον πόνο ενώ
μέσα του,
η χαρά σκιρτά,
η ηδονή αναβλύζει,
το βλέφαρό του, ένα θαύμα που φτεροκοπάει.
Αυτό αποφασίζει να πεθάνει ή να ζήσει,
να δημιουργήσει και να υποφέρει
κι άλλος κανείς.
Παράγοντες εξωσωματικοί
με μαχαίρια και όπλα
εναντιώνονται στη φύση
και πόνο γεννάνε αλλότριο.
Αυτή είναι μια παρανομία που δε συγχωρείται,
κραυγαλέα παρανόηση του τι μπορεί να κάμει ένα χέρι!
Ύβρις και ανυποληψία
που διογκώνει το σύμπαν ως τα τέλη του.
Έστω κι ένα χαστούκι,στο σχήμα της πλάσης  αντιβαίνει.
Αυτός ο ανατριχιαστικός ήχος που κάνει ο αέρας,
καθώς δραπετεύει από το μαγουλο και την παλάμη,
δείχνει να παραπονιέται ακόμα και τώρα,
χρόνους χιλιάδες από το πρώτο ράπισμα.
Ο πόνος γεννάται πάντα εκ των έσω,
αυτό το γνωρίζουν και οι βασανιστές
που πάντα θυμωμένοι χτυπάνε και κλαίνε πίσω απ’ τα μάτια
-γιατί δεν προκαλούν εκείνο που επιθυμούν,
μα ξένο και αταιριαστο αποτέλεσμα πετυχαίνουν-
με την ένταση που θέλουν το ξένο το σώμα να θρηνήσει.
Η αλήθεια κι ο πόνος θα ήτανε φίλοι,
αν αφήνονταν στην ησυχία τους ν αποφασίζουν  μονάχοι,
πότε θα ζητήσουν της καρδιάς να παραδώσει
τους τελευταίους κτύπους της στην αιωνιότητα.
Κι εκείνοι χτυπάνε,χτυπάνε αλύπητα,
με αφόρητο πόνο και δέρνουν τα σώματα.
Ο θάνατος αυτός φαντάζει αδύνατος στο θύμα,σα μάσκα ψεύδους,που,
πιο πολύ το θύτη νεκρώνει.
Το χέρι του γεμίζει με ρυτίδες,
τα μάτια του τα σπρώχνει μες στις κόγχες να χαθούν,
απορροφάει και κατατρώει το κορμί του,
σα μαύρη τρύπα της ζωής.
Γιατί είπαμε,
ο πόνος
είναι απόφαση του σώματος.


**
Βήματα

-

Μάλιστα…
Στη ζωή μάς δόθηκαν μερικές χιλιάδες βήματα
που μ’αυτά θα:
Επιθεωρήσουμε άλλα είδη του ζωικού βασιλείου πλην του δικού μας,
να τα παρατηρήσουμε πώς περπατούν,
αν ειν τετράποδη η λογική τους,πόσο πιο έξυπνοι εμείς με μόνο δύο!
Θα κανουμε πράξη αποφάσεις,αποφασιστικά αυτά τα βήματα,
από εκείνα που κάνουν στις ταινίες και μας πονούν γιατί αναγνωρίζουμε το περπάτημά μας.
Κάποτε βέβαια θα πισωπατήσουμε.
Μάλιστα…
Κάποια βήματα καλό είναι να αποφεύγονται,
μπορεί να είναι υπεύθυνα για τον αφανισμό μας
μπορεί να ικανοποιήσουν την περιέργεια
και να μας οδηγήσουν έξω από τα παραμύθια.
Τα κανιά μας δεν πρέπει να προσποιούνται
όπως κάνουν τα χέρια μας.
Πρέπει να χουν το αρχέγονο στυλ του παππού μας για περηφάνεια.
Σωστά βήματα
εγώ δε γνωρίζω
πέρα από  εκείνα του χορού  (μα δε χορεύω με το σώμα,κουνάω το κεφάλι)
που στα μαθαίνει ο χρόνος,
και πέρα από εκείνα του μυαλού,
που στα μαθαίνει ο πόνος.
Τα υπόλοιπα
μάλλον τα επιχειρώ από άγνοια.
Άλλα γίνονται από σπρωξίματα
και τα πιο κρίσιμα
μου τα υπαγορεύει ο χρόνος,
όχι επειδή τελειώνει
αλλά επειδή του χρωστώ δρασκελισμούς
για ν’αποδείξω την ύπαρξή μου.
Σήκω,δύο βήματα είναι
κλείσε χωρίς τηλεκοντρόλ την ακατανόμαστη,
ρίξε το σακάκι στους ώμους
και βγες στους δρόμους
να σε δουν ότι στ’αλήθεια μονολογείς
και ότι είσαι άκακος
και αβλαβής από  ειδήσεις.
Αλλά όχι άφαντος.
Κάθε μέρα
μπορεί ν’αλλάζει ο χρόνος
μ’ένα
ελέύθερο βήμα.

**

Η ΚΛΩΣΤΗ

altΣτο σκοτεινό δωμάτιο και το άδειο,
ακούω φωνές
των παιδικών μου χρόνων
και τα μαλλιά της Πηνελόπης σχεδόν αγγίζω,
έτσι αόρατος είμαι εγώ για εκείνη…

Και όπως γράφω όλο στίχους μα και εικόνες
μέσα σε πίνακες ζωγράφων συμμετέχω,
πότε στο πλάι του Αχιλλέα πολεμάω
και πότε σ’έναν γυμνικό αγώνα τρέχω!

Τι σχέση έχω με όλα αυτά κι όλο φοβάμαι
γι’αυτό που είμαι ή γι’αυτό που περισσεύω;
Σε κάθε σκέψη μου για σένα,κινδυνεύω
που ανύποπτη σ’έναν καθρέπτη ταξιδεύεις…

Πού χρησιμεύω;και ποιον γυρεύω;
Να ξεχαστώ σε μια μορφή,σχεδόν,κοντεύω
καθώς,σε κάθε μου στροφή θα συντομεύω
το νόημα
απ’την κλωστή να ξεμπερδεύω…
**

Επιτάφιος


Σε είχα δει στον επιτάφιο θυμάμαι
με χέρια σταυρωμένα οδοιπορούσες,
-λόγια κοφτά-να μ’αποφύγεις
κι η μπάντα έπαιζε θλιμμένα ένα μοτίβο.


Εγώ είχα πιει κρασί και τριγυρνούσα,
όλα τα καντηλάκια αναμμένα,
μοιάζαν σπιτάκια σε γιορτή
σα να’χε κίνηση κάτω απ’το χώμα.

Ανατριχιάζω σαν το σκέφτομαι ακόμα,
κείνο το βλέμμα σου, που ‘ταν γιομάτο αίμα,
ύστερα πέρασαν περίπου δέκα χρόνια
κι ήρθες ξανά να με προδώσεις!
(και το ρητό του Αριστάρχου να δικαιώσεις)*

Αυτά είναι του επιτάφιου τα λόγια
γραμμένα πάνω σε ταφόπλακα φιλίας,
λες να τα είχε προφητεύσει ο Ηλίας,
ή μήπως της Κασσάνδρας να’ταν λόγια;


*οὐδείς ἀγνωμονέστερος τοῦ εὐεργετηθέντος

**

***

Ποιήματα της Ελένης Σιγαλού

E-mail Εκτύπωση PDF

altΣΤΟ ΚΑΦΕ

Κάθεσαι μόνος
στο απέναντι τραπέζι
και κάπου-κάπου με κοιτάς.
Στα τζάμια η βροχή.
Πολύχρωμες ομπρέλες προσπερνούν
βάφοντας κόκκινη, λιλά
τη μοναξιά.


Ωραίος ο ρυθμός της μουσικής
κι ο χάρτης
με όλα τα ταξίδια ανοιχτά
να κρέμεται στον τοίχο.
Άγνωστοι τόποι να προσμένουν
τις βεβαιότητές μου ν' αρνηθώ
το γνώριμο έδαφος ν' αφήσω.


Κουμπώνεις το παλτό σου
φεύγεις
να κρυφτείς
κάτω από τη μαύρη σου ομπρέλα.
Ένα ταξίδι θα μπορούσε
να άρχιζε εδώ...


Και η βροχή αφήνεται
στο νόμο της βαρύτητας
ελεύθερη να πέφτει
χαρίζοντας σε όλους μας
τα δάκρυα του κόσμου.

**

altΠΑΡΑΦΩΝΙΑ
Ίριδα εσύ, που,
μες του χειμώνα
τους σπασμούς
Άνοιξη αναγγέλλεις
έβαψες μωβ
το χωρισμό,
αφού άθελά σου
μάρτυρας,
μιας παγωνιάς ανθρώπινης
παντός καιρού
και ντροπαλά υπενθυμίζεις
πώς Άνοιξη σημαίνει
και πλάνη
του ανοίκειου
καιρού
κορμιού
και κόσμου.
...........


ΕΡΙΝΥΕΣ

Πάντοτε εκδικούνται οι Σεμνές.
Απρόοπτα, με ένα Σέρβικο τραγούδι
λυγμικό, στο μετρό
μετεωρίζοντας τη σκέψη σου.
Προσοχή στο κενό.
Προσοχή στη νοσταλγία.
Προσοχή στην ευκολία
της επιλεκτικής αναμόχλευσης
του επώδυνου.
Αίφνης, με έναν ήλιο απλόχερο
που απωθεί τα σύννεφα
στην άκρη τ' ουρανού σου.
Να λυτρωθούν σκιές.
Να ζαλιστεί το φως
και να μαυρίσει
κόντρα όταν κοιτάς
τις Ερινύες σου.
**


**
ΧΑΪΚΟΥ

Γδάρθηκες ψυχή

απ' του κόσμου τ' αγκάθι.

Και τ' άνθη σου πού;

..........................................


altΆνοιξη ξυπνά.

Το χώμα κι ο ουρανός

γίνονται σώμα.

.............................................

Πηγάδι άδειο.

Σκοτάδι ξεδίψασε

το πεφταστέρι.

..............................................

Σταγόνες αίμα

στο πράσινο χορτάρι.

Άνοιξη γεννά.

...........................................

Οι ρίζες ριγούν.

Τα φύλλα αφίλητα.

Κορμός μοναξιά.

.........................................

Γεμίζεις βροχή

της λύπης μου τη στέρνα.

Φθινοπώριασε.**
Η φωτογραφία είναι της Ελένης Σιγαλού

Πίνακας: Jack Vettriano: Star Cafe
**


Η Ελένη Σιγαλού γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 10 Μαρτίου 1964. Σπούδασε Φυσικός στο Πανεπιστήμιο Πατρών και δεν ολοκλήρωσε το Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Ρέθυμνο.  Εργάζεται ως καθηγήτρια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Εκτός από το γράψιμο, ασχολείται και με τη φωτογραφία (αρχικά ασπρόμαυρη και τώρα ψηφιακή). Η πρώτη έκδοση ποιημάτων της ήταν το 2010 στο Ρέθυμνο: " Με όλες μας τις αισθήσεις" (εκδ. Καλαϊτζάκης), μια από κοινού λογοτεχνική έκδοση από καθηγητές του νομού Ρεθύμνου. Κατόπιν εκδόθηκε ένα ποίημά της, "Το σπίτι", στο περιοδικό Πλανόδιον, τεύχος 50. Ζει στην Πάτρα πλέον (μετά από πολλά χρόνια στο αγαπημένο της Ρέθυμνο).

Η Ελένη Σιγαλού είναι ανάμεσα στις 14 ποιητικές φωνές που δημιούργησαν το Ποιητικό Ημερολόγιο 2013 "Εποχές", του eyelands.
Το Ημερολόγιο περιέχει δύο ποιήματά της.

 

***

Μαρία Ψωμά - Πετρίδου: τέσσερα ποιήματα

E-mail Εκτύπωση PDF
altποιήματα από την τελευταία συλλογή της Μαρίας Ψωμά-Πετρίδου "Δεύτερο ζευγάρι Φτερά" που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο τον Νοέμβρη του 2011 από το μπλογκ  «Λογοτεχνικά Επίκαιρα», σε επιμέλεια του Θοδωρή Βοριά




Δεύτερο Ζευγάρι Φτερά


Ξαφνικά δε φωνάζουμε

δε συνωστιζόμαστε
συρρικνωνόμαστε εντός.
Απογυμνωμένοι απ' τα λάβαρα,
κυρτοί, από φορτίο βαρύ
υποδυόμαστε αδιαφορία
βουβά ελπίζοντας
σ' ένα δεύτερο ζευγάρι φτερά.
Αναμένουμε
πυκνώνοντας αθόρυβα το κενό.
Ποτέ η σιωπή
δε φώναζε τόση απελπισία.



Κόλαση


Όσο σε διαγράφω

δεν αθωόνομαι,
διαβρώνομαι,
φίδια
φωλιάζω στις ρωγμές.


Ζην


Καταβάλλω, σε τακτά χρονικά διαστήματα

το αντίτιμο της παρουσίας μου.
Αν περιπέσω για  λίγο
στο αμάρτημα της αδιαφορίας
και ξεχαστώ,
σπεύδει πάραυτα το ανάγκασον
να μου χτυπήσει τον ώμο,
να κουνήσει το δάχτυλο,
απαιτώντας
τόσο το ευ, όσο και το κακώς
να εξοφληθούν.


Απώλεια


Δεν είναι που έφυγες

είναι που σ' ακολούθησαν
όλα τα άλφα
από το "σ' αγαπάω"
και το ωμέγα
από την αθωότητα
μέχρι το ωραίο.
Απόμειναν στεγνά
το γάμα με το πι
μ' ένα μετέωρο σίγμα
να ζητιανεύουν έκφραση
σ' αφιλόξενες λέξεις.
Στην Παγωνιά.

 

**

Ποιήματα της Δέσποινας Μουζουράκη

E-mail Εκτύπωση PDF
alt
Σκουριασμένα σύννεφα

Σήκω
να δεις το νου,
ξεστράτισε του φόβου του,
τα πόδια στους ώμους
φορτία κουβαλούν,
τα χέρια κουπιά,
άγκυρες.
-
Σήκω,
πλησιάνανε οι ρηγάδες,
οι αφεντάδες
γεμίσανε  φιρμάνια τα χαρτιά,
κατάστιχα
πρέπει να υπακούεις .
-
Την πνοή τ ανέμου
οι άνθρωποι δεν ανασαίνουν,
τα κύματα της θάλασσας
αλάργα σβήνουνε,
της στεριάς την άκρα
δεν σιμώνουν .
-
Σκουριάσανε τα σύννεφα
δεν κουβαλούνε τη βροχή,
η γης ποτίζει αλμύρα
τα δέντρα που δεν κάηκαν.
-
Σήκω,
δεν  είναι λεύτερη ζωή
μια τούφα
ξεδιάντροπα στερεωμένη
στο κούφιο σου κεφάλι .
-
Θαρρείς
τον ήλιο θ αναστήσει
ένα δέντρο ασάλευτο
σε ξεραμένη γη;
-
Σήκω,
ένα ποτάμι αίμα δεν έφτασε .

-
**


Σε αναμονή

Ανακαλύψαμε ξανά τις ίδιες λέξεις
σάμπως να ’τανε ολοκαίνουριες στο τώρα
γραμμένες από χρόνια στους μυστικούς κώδικες της ύπαρξης μας
γραμμένες από χρόνια στους τοίχους και στους δρόμους των αγώνων
-εκείνες τις αυτονόητες-
για τις οποίες πασχίσαμε να μάθουμε τη γραφή τους
εμείς τα παιδιά των ηρώων.
-
Πεινώ η πρώτη λέξη σε όλους τους χρόνους,
του παρόντος, του παρελθόντος, του μέλλοντος
πεινούσα και θα πεινώ
-τη θαρρούσαμε χαμένη-
θαμμένη από καιρό στον κάδο των σκουπιδιών μας
αποζητά να χορτάσω τη σάρκα πρώτα
κι εν συνεχεία το νου και την ψυχή μου
-
Διψώ η δεύτερη λέξη
πάντα διψούσα και θα διψώ,
για την αγάπη και για τον έρωτα
να πίνω δροσερό νερό της άνοιξης
σταγόνα σταγόνα
στις αστείρευτες πηγές της ζωής
και πάλι να διψώ
-
Πονώ η τρίτη λέξη ακόλουθη των άλλων
πονούσα και θα πονώ
για κάθε πείνα που δεν χόρτασε
για κάθε δίψα που στέρεψε την πηγή.
-
Κι ύστερα η τέταρτη ήρθε μόνη της και μας βρήκε
Αναμονή, λέξη σταθερή
συντροφιά που κάνει τη νύχτα υποφερτή
ενώ ψάχνομε ν’ ανακαλύψομε τις αρμονίες του κόσμου
ξανά και ξανά
να εφεύρουμε ένα νέο Θεό για να μας ελευθερώσει.
-
Εμείς τα παιδιά των ηρώων είμαστε γενιά σε αναμονή

*********
Με φώναζες μανούλα
Με φώναζες μανούλα
αλλά εγώ ένιωθα δέντρο
ριζωμένο βαθιά στη γη
να σιργουλεύω τους ανέμους
να χαδεύω τον ήλιο
να ψιθυρίζω στα πουλιά.
Τα μυστικά του κόσμου σιωπούσα
αγκάλιαζα τον κεραυνό
με το βρόχινο νερό έλουζα τα μαλλιά μου.

Τα χέρια μου σήκωνα στον ουρανό
για να σου ζωγραφίσω ένα λευκό σύννεφο
να χεις συντροφιά στους δρόμους που διαβαίνεις.
Στη φυλλωσιά μου έκρυβα τον πόνο
βαρύς, πλατύς
μου έγειρε τα κλαριά.
Να με πότιζαν λιγάκι
να μου φερόταν τρυφερά
θα έδινα πιο πολύ καρπό
και θα χα πιο πολύ σκιά
για να ξαποσταίνεις
Όμως άντεξα, κι αντέχω
όσο χρειάζεται
για να σου δίνω μιαν ευχή
κάθε πρωί να ξεκινήσει η μέρα.

**Από τα Χανιά με αγάπη
Στα στενά σοκάκια με τα γιασεμιά
μιας αρχόντισσας πόλης
άγρυπνης.
που οι πέτρες της μιλούνε γλώσσες ακαταλαβίστικες
κι οι δρόμοι της παίζουνε παιχνίδια με τα απομεινάρια του ήλιου
σουλατσάρει το πολύβουο πλήθος
-
Τι γυρεύω εγώ ανάμεσα στο πλήθος
ξένη, με μια γλώσσα ελληνική
προσμένω μιαν αυγουστιάτικη πανσέληνο
κι ένα χρωματιστό φιλί
Τι γυρεύω εγώ ανάμεσα στο πλήθος
οργισμένη, να μετρώ τ’ αστέρια
του πολεμόχαρου ουρανού
τόσα αστέρια ετοιμοπόλεμα
που κάνουν ελιγμούς πάνω από τα κεφάλια των γελαστών ανθρώπων.
Έτοιμα για τόσους θανάτους
θα ταξιδέψουνε πάλι απόψε.
και πόσες αγκαλιές θα μείνουν αδειανές,
ρωτώ τα μάτια του
μα εκείνος δεν ξέρει ν’ απαντά
μόνο να ρωτά ξέρει
Δεν μπούχτισαν άραγε
τόσα χρόνια
με τόσους θανάτους;

***********τα δύο πρώτα ποιήματα βραβεύτηκαν στον παγκρήτιο λογοτεχνικό διαγωνισμό ποίησης του συνδέσμου φιλολόγων Χανίων, αφιερωμένο στην επέτειο του Πολυτεχνείου. το πρώτο το 2009 και το δεύτερο το 2010.


Δέσποινα Μουζουράκη

 

**

Τα 10 αγαπημένα ποιήματα

E-mail Εκτύπωση PDF
altΔέκα αγαπημένα ποιήματα. Τα πιο αγαπημένα; Ίσως. Το μόνο σίγουρο είναι πως ανήκουν στην κατηγορία των ποιημάτων που συντροφεύουν -καμιά φορά και στοιχειώνουν- μια ζωή. Στη δική μου είναι αυτά.
Επιλογή: Γρηγόρης Παπαδογιάννης
***
**
*
ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΞΗΣ-ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ
Για μιαν ελευθερία

Είμαι χειρότερος απ’ τους αλήτες, τις αρτίστες,
αυτοί μπορούν και ζουν δεν περιμένουνε
μα εγώ ό,τι παίρνω γίνεται προπέτασμα καπνού
για όσα ζητώ –και προπαντός μια εξιλέωση
στην τέλεια σχέση να σωθώ ή να μαρτυρήσω
-
Μα ο άλλος είναι ανέφικτος γιατί
δεν είναι μόνο σώμα ή κατανόηση
μα κάποια ανεπανάληπτη φωνή. Κι αν προχωρήσω
θα ιδώ πως μένει θεατής –δεν είναι
ετοιμασμένος για μαρτύριο ή για μοίρασμα
φυλάγεται και σε καλεί μονάχα αν υπογράψεις
πως όλα θα τα σεβαστείς και το κυριώτερο
τη σίγουρη μικρή του ελευθερία
-
(Ο Θάνατος του Μύρωνα, 1960)
******

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Το αιώνιο παράπονο


Ό,τι κι αν κάνει το δοντάκι του γραμμόφωνου
άλλο τραγούδι δεν μπορεί να τραγουδήσει
κι ό,τι κι αν πούμε και μεις, όσο και να σπαράξουμε
την ίδια επωδό θα προσθέτουμε πάντα
στο αιώνιο παράπονο.
-
Όμως πώς να το κρύψω, πώς να μην το πω,
που σε περίμενα κι απόψε δυόμιση ώρες,
που σε περίμενα κι απόψε μες το κρύο,
που σε περίμενα κι απόψε ολομόναχος,
και τα κεντράκια της πλατείας να ξεφαντώνουν,
τα κυριακάτικα ζευγάρια να χορεύουν,
διαρκώς ν’ αδειάζουν τ’ αυτοκίνητα παρέες,
και μόνο εγώ να στέκω ολομόναχος,
εγώ –κι ένα ποντίκι ψόφιο μες στο δρόμο.
-
Πώς να το κρύψω, πώς να μην το πω,
με πόση πίκρα γράφτηκαν αυτοί οι στίχοι,
με πόσο παίδεμα, με τι καημό,
αυτοί οι στίχοι που επιπόλαια τους βρίσκετε
συνηθισμένη επωδό στο αιώνιο παράπονο
-
(Ποιήματα 1949-1970)

*********

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Αυτοβιογραφία

Άνθρωποι που δεν γνώρισα ποτέ μου δώσαν το αίμα μου
και τ’ όνομά μου,
στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα
μια κίνηση πάντα σα νάθελα να προφυλαχτώ από ‘να χτύπημα
δίψασα για όλη μου τη ζωή κι όμως την άφησα
για ν΄αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,
η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα
κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο –είμαι εδώ ανάμεσά σας,
κι ολομόναχος,
κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις
ύστερ’ από χρόνια όταν δεν μπορεί να σου χρησιμεύσει πια σε τίποτα
-
Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο
-
(Ποιήματα, 1958-1964)
***********

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
Αντισταθείτε

Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.

Αντισταθείτε σ' αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός .
-
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
-
Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
-
Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.
-
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ' όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
-
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
-
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία.
-
(Κατά Σαδδουκαίων, 1953)
**************

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Το σκάκι

Έλα να παίξουμε.
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου
(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω;
(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
Όλα και τ’ άλογά μου θα σ’ τα δώσω
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
Πού ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ως την άλλη
Γελώντας μπρος τις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις
-
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα
-
(Η συνέχεια Ι, 1954)
***************

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ
Απ’ τες Eννιά

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθομουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή— τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
-
(Ποιήματα 1897-1933)
*****************

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Mal du Départ

θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
-
Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
-
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"
-
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.
-
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
-
(Μαραμπού, 1933)
******************

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Το ρήμα αγναντεύω

Τούτη η αιθρία με το σύννεφο που πλέχει στον αέρα
Είναι γαλάζιος πλους μιας κάτασπρης φρεγάδας
Ιστάμενος ακουμπιστός στην κουπαστή κοιτάζω
Και βλέπω τα θηράματα των λογισμών μου
Δελφίνια που αναδύονται κ’ εισδύουν μέσ’ στο κύμα
Πεδιάδες ακρογιάλια και βουνά
Και μια ξανθή νεάνιδα που στέκει στο πλευρό μου
Μεσ’στης οποίας τα γαλήνια μάτια βλέπω
-
Το μέλλον της ολόκληρο και το παρόν μου.
-
(Ενδοχώρα, 1945)
******************

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
(Μυθιστόρημα) Η’

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών
στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε
χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα
ούτε μ’ τ΄αστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια.
Τριμμένες από τους δίσκους των φωνογράφων
δεμένες άθελα μ’ ανύπαρχτα προσκυνήματα
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες.
-
Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
από λιμάνι σε λιμάνι;
-
Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ανασαίνοντας
Τη δροσιά του πεύκου πιο δύσκολα κάθε μέρα
κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας
κι εκείνης της θάλασσας,
χωρίς αφή,
χωρίς ανθρώπους
μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι δική μας
ούτε δική σας.
-
Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά
Κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε
λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά
ένα ελάχιστο διάστημα
-
(Ποιήματα,1940)

*******************

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


Ακόμη βρέχει.
Αιωνίως φαίνεται θα βρέχει.
Κι αιωνίως θα κυκλοφορώ με μιαν ομπρέλα
ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ
γεμάτη ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία.
(Σάββατο 18, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, 1984)

 

**

Οι Πρωτομαγιές του Γιάννη Ρίτσου

E-mail Εκτύπωση PDF
altΓια την πρώτη μέρα του Μάη...
   από την Αντωνία Γεωργεδάκη

Τον Μάιο του 1936 τα σωματεία των καπνεργατών στην Βόρεια Ελλάδα και Θεσσαλία –με το 70% των εργαζομένων τους γυναίκες- αρχίζουν πρώτα των χορό των εργατικών διεκδικήσεων. Και παρασέρνουν και τους άλλους κλάδους. Βγαίνουν μαζί τους, στους δρόμους οι νηματουργοί, οι φορτοεκφορτωτές, οι εργάτες στον ηλεκτρισμό, οι χαρτεργάτες. 50.000 άνθρωποι παραλύουν  την Θεσσαλονίκη, σε μια πρωτοφανή -για τα δεδομένα της χώρας- σε δύναμη και αποφασιστικότητα διαμαρτυρία της εργατικής τάξης.  Στις 9 Μαΐου ο Μεταξάς, πρωθυπουργός τότε, δίνει την εντολή της καταστολής της εξέγερσης.  Η χωροφυλακή χτυπά άγρια τους διαδηλωτές. Έντεκα άνθρωποι νεκροί, πάνω από 300 οι τραυματίες.
-
Στις 10 Μαΐου οι εφημερίδες δημοσιεύουν την φωτογραφία της μάνας που θρηνεί το σκοτωμένο γιό της. Τις επόμενες τρεις μέρες ο Ρίτσος γράφει τα πρώτα 14 άσματα του Επιτάφιου.

(Μια μάνα καταμεσίς του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών – των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει τον θρήνο της.

……     Κι, αχ Θε μου, Θε μου, αν ήσουν Θεός και αν είμασταν παιδιά σου

Θα πόναγες καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματα σου.

Κι αν ήσουν δίκειος, δίκαια θα μοίραζες την  πλάση,

Κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει να χορτάσει.

Γιε μου, καλά μου τα' λεγε το γνωστικό σου αχείλι

Κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:

Εμείς ταγίζουμε  ζωή στο χέρι, περιστέρι

Και εμείς ούτε ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.

Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ’ αργασμένα μπράτσα

Και σκιάχτρα στέκουνται οι θεοί και αφέντη έχουν φάτσα…

(Απόσπασμα από τον Επιτάφιο)


-

Μόλις οκτώ χρόνια αργότερα μια ακόμα πρωτομαγιά χαράζει την μνήμη του Ρίτσου:
Το σκοπευτήριο τη Καισαριανής ήταν ο χώρος που είχαν επιλέξει οι Γερμανοί ως τόπο εκτελέσεων. Η ιστορία του χώρου αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας, στιγματίστηκε από την  μαζική εκτέλεση 200 πατριωτών την 1η Μαΐου του 1944, σε αντίποινα για την εκτέλεση Γερμανών αξιωματικών. Τραγικές λεπτομέρειες:  τα αποχαιρετιστήρια σημειώματα που πέταγαν οι μελλοθάνατοι στην διαδρομή για το σκοπευτήριο, ο εθνικό ύμνος και οι κραυγές ¨ΕΑΜ¨ την ώρα του θανάτου.
(… Μόνο θυμηθείτε το: αν η ελευθερία δεν βαδίσει στα χνάρια του αίματος μας, εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας.  Γ.Ρίτσος)
-
Χρόνια μετά ένας μυστηριώδης θάνατος ταράζει την Αθήνα και τον Ρίτσο, την 1η Μαΐου του 1976. Ο τριανταοκτάχρονος Αλέκος Παναγούλης, γνωστός για την αντιδικτατορική του δράση και κυρίως για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του δικτάτορα Παπαδόπουλου στην Βάρκιζα το 1968, βρίσκεται νεκρός μετά από ένα ύποπτο τροχαίο. Όλοι βέβαια έχουν την βεβαιότητα ότι πρόκειται για προμελετημένο φόνο. Ήταν μόλις λίγες μόλις μέρες πριν την αποκάλυψη των φακέλων της ΕΣΑ που τελικά χάθηκαν μαζί με τον Παναγούλη.
(Ο Ρίτσος θρηνεί : Πρωτομαγιά καλέ μου/ πρωτολεβέντη μου
Μας βρήκε λαβωμένους/ στο φαρδύ φτερό…
)
-
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909. Έζησε με την επίγνωση του εργατικού μεγαλείου μιας πρωτομαγιάς του 1886 στο Σικάγο. Δεν ξέρω – αν ζούσε – τι θα έγραφε βλέποντας την Αθήνα, την Πρωτομαγιά του 2011, με τους μισθωτούς να υποφέρουν, τους «Γερμανούς» να αλωνίζουν και τους πολιτικούς να διαιωνίζουν ένα ανήθικο και ύποπτο παιχνίδι. Καλό μήνα!!
Α.Γ.
-
υατερόγραφο:
Ο Γιάννης Ρίτσος έμενε στα Πατήσια, σε ένα δυάρι, αν θυμάμαι καλά. Πάνω από το διαμέρισμα του νιόπαντρου -τότε-αδελφού μου που μόλις είχε μετακομίσει στην Αθήνα! Ποτέ δεν βρήκα το κουράγιο ή την δικαιολογία να του χτυπήσω για κάποιο λόγο την πόρτα. Δεν είχα καν την τύχη να τον συναντήσω για δευτερόλεπτα στο ασανσέρ. Όποτε πήγαινα όμως στο σπίτι ένιωθα το ταβάνι να βαραίνει, σαν να το πλακώνει το βάρος ενός μεγάλου βράχου. Σαν εκείνο της Μονεμβασιάς. Ήθελα χθες να γράψω κάτι για την Πρωτομαγιά. Τελικά ανακάλυψα ότι τα είχε πει όλα ο
Ρίτσος... Καλή πρωτομαγιά!!!

 **

ΛΑΠΩΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

E-mail Εκτύπωση PDF


Γνωριμία με την λαπωνική ποίηση μέσα από τη συλλογή GIELA GIELAIN (Η παγίδα της γλώσσας) του  Paulus και της Inger Utsi, αναδρομή στην ιστορία των Samer και το όνειρο μιας πολιτιστικής ανταλλαγής Βορρά-Νότου.
Κείμενο: Γιώργος Γ. Παπαδογιάννης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ – Ιστορική αναδρομή

SAMER, οι γνωστοί μας ως Λάπωνες, είναι οι πρώτοι κάτοικοι στη βόρεια Σκανδιναβία, Νορβηγία, Σουηδία, Φινλανδία και Ρωσία, που κατοικούσαν χιλιάδες χρόνια στην άγρια και αμόλυντη φύση και ζούσανε από την κτηνοτροφία των Ρεν (τάρανδους τα λέμε εμείς) αυτά τα ξεχωριστά ζώα. Οι Σάμερ ζούσαν αποκλειστικά και ειρηνικά στην απέραντη και παρθένα φύση, συνεχίζοντας την ιερή παράδοση των προγόνων τους, μακριά από τον «πολιτισμό», μέχρι τη μοιραία ημέρα που οι «πολιτισμένοι» Σουηδοί βαλθήκανε να τους αφομοιώσουν κοινωνικά και θρησκευτικά. Με μίσος απερίγραφτο, εξαφανίσανε με τη βία τους βωμούς, κάψανε ζωντανούς μερικούς «άπιστους», τους κάνανε με τη βία χριστιανούς κι απαγορέψανε τη γλώσσα τους για πολλά χρόνια. Ριχτήκανε μετά στα έγκατα του χρυσοφόρου όρους, στην πόλη των Σάμερ, Κίρουνα, που μέχρι σήμερα προσφέρει πολύτιμους θησαυρούς στο κράτος. Σήμερα νιώθουν οι καταβασανισμένοι Σάμερ κάπως λεύτεροι, μιλάνε λεύτερα τη γλώσσα των προγόνων τους, μαζί με τη βαρβαρική και συνεχίζουν την παραδοσιακή ζωή τους, που ακόμα και σήμερα απειλείται από αδίστακτους οικοπεδοφάγους και εκμεταλλευτές. Όταν διάβασα λοιπόν για τον ηρωικό εκείνο λαό και τους αγώνες του να διατηρήσει αναλλοίωτη την ταυτότητά του, εθυμήθηκα τα όσα τραβήξαμε κι εμείς από άλλου είδους καταχτητές, που δεν είχανε την απαιτούμενη πολιτιστική δύναμη να μας αφομοιώσουν και καταφέραμε, μόνοι σχεδόν από τον χριστιανικό κόσμο, να διατηρήσουμε την αρχαία γλώσσα μας, τον αρχαίο και χριστιανικό πολιτισμό μας.

KIRUNA - SAMER

altΎστερα από επιστολή στο σύλλογο Κίρουνας είχα τη μεγάλη ευτυχία να βρεθώ κοντά στους Σάμερ, που μου δείξανε την ίδια φιλοξενία σαν την κρητική. Μου προσφέρανε δωρεάν παραμονή στο ξενοδοχείο τους και μαζί επισκεφτήκαμε όλα τα αξιοπερίεργα και φάγαμε στα καλύτερα εστιατόρια. Επειδή σκοπός της επίσκεψής μου ήτανε η οργάνωση ταξιδιού στην Αθήνα, για μια πρακτική, πλατιά και πρωτόγνωρη πολιτιστική εκδήλωση. Μαζί με την πρόεδρο, Margeda, επισκεφτήκαμε όσους είχαν δηλώσει συμμετοχή κι άρχισε η συζήτηση για ποια δώρα θα ετοιμάζανε κι ιδιαίτερα ένα ξεχωριστό για τη Μελίνα Μερκούρη.
Η πρόεδρος μου μίλησε για τους μεγαλύτερους ποιητές των Σάμερ, που ήτανε σόι της και μου έδωσε την άδεια να μεταφράσω και να δημοσιεύσω μερικά ποιήματα από τα σουηδικά. Μια μέρα με πήρε μια ομάδα και ταξιδέψαμε πολλές ώρες σε απέραντες λίμνες, ώσπου αράξαμε σε κάποιο νησάκι. Ο ερημίτης που έμενε εκεί, μας πρόσφερε τσάι και βουτήματα και μετά μας συνόδευσε σ’ έναν από τους βωμούς που είχε γλυτώσει. Μερικές πέτρες, όπου εθυσιάζανε οι παλιοί. Αντί για λιβάνι και κεριά αποθέσαμε μερικά πετραδάκια και ξυλαράκια κι εγώ μια σουηδική κορόνα. Καθήσαμε μετά με τον ερημίτης στα χείλια ενός λάκκου, που τον επροόριζε για τάφο του. Ο ήλιος δεν βασιλεύει εκεί πάνω το καλοκαίρι και φέγγει όλη τη νύχτα. Στο γυρισμό, μου πρόσφερε ο ουρανός τ’ ωραιότερο δώρο της ζωής μου, εκείνο που εμείς λέμε Βόρειο Σέλας, που καμιά απολύτως σχέση δεν έχει με τη γνήσια σουηδική λέξη nor sken (προφέρεται κάπως σαν: χεν) και σημαίνει Βόρειο φως. Ένας ποταμός από χρώματα, που παιχνιδίζει στον ουρανό. Με γεμίσανε δώρα και βιβλία.
ΟΛΑ ΕΔΩ …ΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ
Σύντομα έγραψα κι επισκέφτηκα δημάρχους, στην Ελλάδα, ζητώντας βοήθεια. Κάποιος εκδότης, ιδιοκτήτης φιλολογικού περιοδικού, που εδημοσίευσε μερικά μεταφρασμένα ποιήματα, επροθυμοποιήθη να βοηθήσει, μα τελικά αποδείχτηκε σκάρτος. Ανεβοκατέβηκα τότε όλες τις σκάλες στο υπουργείο πολιτισμού, ώσπου βρέθηκα στο γραφείο κάποιου υπεύθυνου για οργάνωση φεστιβάλ, που ύστερα από αρκετή συζήτηση μου εξήγησε κυνικότατα ότι κανένα ενδιαφέρον δεν είχε για καλλιτεχνικές ομάδες που δηλώνανε δωρεάν συμμετοχή!
Πικραμένος κι απογοητευμένος γύρισα στο σπίτι μου κι από ντροπή μου για την αποτυχία δεν έκαμα άλλη προσπάθεια. Πήρα γράμμα από τους φίλους μου, που τους είχα ευχαριστήσει με ένα μεγάλο ποίημα στα σουηδικά, ότι θα πηγαίνανε στην Αίγινα, αλλά προσωπικοί λόγοι μου στερήσανε τη χαρά να βρεθώ μαζί τους και να τους ανταποδώσω ένα μικρό μέρος της φιλοξενίας τους. Σαν αγιάτρευτη νοσταλγία με τυραννά ακόμα η σκέψη μιας πολιτιστικής ανταλλαγής ανάμεσα Βορρά και Νότου, ειδικά σήμερα που ένα τέτοιο ταξίδι είναι προσιτό και για τις δυό άκρες του κόσμου.
****

Ποιήματα μεγάλων Σάμερ ποιητών από τη συλλογή

GIELA GIELAIN (Η ΠΑΓΙΔΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ)

του  Paulus και της Inger Utsi

*
KIRUNA
Με σφηκοφωλιά
Μοιάζεις
Μέρμηγκες σκάβουνε
στα σπλάχνα σου
χρυσάφι βρίσκουνε
Ο Μάκι ρεν έβοσκε
στη ράχη σου
πέτρα βαριά εσήκωσε
σ’ επούλησε φτηνά
κι ατός του
στα δάση κατέφυγε.
Το μέταλλο
Κόσμο και κοσμάκη ετράβηξεν
στο μαγικό όρος
με τα μέταλλα

Θωρώ πως οι άνθρωποι
σκάβουνε βουνά και λαγκάδια
αρπάζουνε
τα μονοπάτια για τις ρεν
εξεχάσανε
κάτι καλό δεν φέρανε
για τις ρεν μια καλύτερη ζωή
ολόγυρα στη μεγάλη πόλη
Κιρούνα
*


ΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΤΗΣ ΡΕΝ Η ΓΗ
Κομμάτια εγίνηκε
της ρεν η γης
δάση και λόφοι ερημώσανε
Δρόμοι πληγές ανοίξανε
στη γης
Δέντρα αφανιστήκανε
Έχασε ολότελα η ρεν
τη φυσική πορεία της
άγνωστη μυρωδιά
ανασαίνει.
Τα μονοπάτια της φύσης
Δεν ακολουθά πια.
*

ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Τα χνάρια του λευκού ανθρώπου
με πυρωμένη φωτιά μοιάζουνε
Ήρθε με τη βία
δίχως οίκτο
της ρεν τη γη αφάνισε
Άρπαξε κι εξαφάνισε
της φύσης τα πλούτη
Με την εδική του γνώση
τον άνθρωπο της φύσης
εξεγέλασε
δικούς του νόμους
έγραψε
τα έργα του
μάρτυρες
*

ΛΥΠΗ ΒΑΘΙΑ
Περίλυπος νιώθει
στου χρόνου τη φευγάλα
λες η ζωή του αλλιώτικη
εγίνει.
Το γιο του δεν αναγνωρίζει
μ’ ούτε τη θυγατέρα του
ξένοι εγινήκανε
συλλογάται.
Το σκοινί με τη θηλιά
απ’ ούχε στο λαιμόν του
Με τις ρεν να παίζει
από τους ώμους του
εχάθη
Τα γκόνια του
Σε ξένη γης
Απού πολλά προσφέρει
εχαθήκανε


****
Απόδοση από τα σουηδικά: Γιώργος Γ. Παπαδογιάννης
****

Βιογραφικά στοιχεία
«Γεννήθηκα στην Καστέλα από γονείς Κρητικούς. Τα γράμματα δεν τα συμπάθησα και το σχολείο γίνηκε ο εφιάλτης μου. Ο πατέρας μου με προόριζε για γιατρό, μα η ποιητική μου ψυχή έκανε επανάσταση. Στο γυμνάσιο, γίνηκα ξαφνικά ο πρώτος στην έκθεση. Όταν ήρθε η ώρα για σπουδές και μέλλον, μας αλλάξανε την πορεία της ζωής μας οι Ούννοι. Δούλεψα ως βοηθός ελαιοχρωματιστή στον Ναύσταθμο• εργάτης στον Ασπρόπυργο και στην Ελευσίνα. Ενώθηκα με την πανάθλια στρατιά των 8.000 σκλάβων που δούλευαν στο Χασάνι για ένα κομμάτι ψωμί και μπόλικες γερμανικές κλωτσιές. Δούλεψα ως Επόπτης ελονοσίας στην Κρήτη. Έκτακτος υπάλληλος στο ταχυδρομείο, ώσπου τρομοκρατημένος από τους ατέλειωτους βομβαρδισμούς των συμμάχων Αμερικανών, πήρα το δρόμο για το Ν. Ηράκλειο, στο Πρεβαντόριο του Ηλεκτρικού. Επιθεωρητής καθαριότητας σε εγγλέζικη μονάδα. Αποφοίτησα από την Ακαδημία Φυσικής Αγωγής, χωρίς δυνατότητα διορισμού. Με τα λίγα αγγλικά, άρχισα να μεταφράζω το περιοδικό "Μάσκα", και να κάνω ιδιαίτερα μαθήματα. Έκτακτος εργάτης στο ΣΕΚ, πρώτος μεταφραστής στην τεχνική ορολογία κι επίσημος διερμηνέας και στα γερμανικά. Πήρα σουηδικές αντιπροσωπείες. Ο πρώτος σοβαρός εξαγωγέας για παπούτσια στην Αιθιοπία. Η κατάρα της Χούντας μου στέρησε το μέλλον μου και την πατρίδα μου. Έμαθα σουηδικά και δανέζικα. Ασχολήθηκα με το εμπόριο. Έγραψα άρθρα σ' ελληνικές και σουηδικές εφημερίδες».

*Το βιβλίο «Μοσχάτο – Αναμνήσεις» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλέντη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου