Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Την Τελευταία Πέμπτη

E-mail Εκτύπωση PDF
  ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ    από την Δέσποινα Μουζουράκη
altΜια Τρίτη που πήγα στο νοσοκομείο, το μενού είχε κοτόπουλο με κριθαράκι και δεν μου άρεσε, αντίθετα την Πέμπτη έχει ψάρι στο φούρνο με βραστά λαχανικά κι αυτό μ’ αρέσει. Έτσι αποφάσισα να πηγαίνω μόνο Πέμπτες στο νοσοκομείο.
Έπειτα αγαπώ ξεχωριστά την ημέρα Πέμπτη από παιδί. Εκείνη την ημέρα η μάνα μου μαγείρευε κρέας, η τηλεόραση έπαιζε ένα αγαπημένο σήριαλ και δεν είχα φροντιστήριο Αγγλικών ( δεν πολυσυμπαθούσα τ’ αγγλικά γι αυτό και παρέμεινα στο: ο κήπος είναι ανθηρός).  

Την τελευταία Πέμπτη ο μήνας είχε 13 και η φίλη μου συνέστησε ν’ αποφύγω τη γρουσούζικη ημερομηνία, αλλά εγώ, χρόνια τώρα, έχω πετάξει από πάνω μου όλες αυτές τις προλήψεις και δεν το συζήτησα.
Ο κόσμος, στο νοσοκομείο, ήτανε πολύς, όπως τις περισσότερες φορές, τα κρεβάτια σχεδόν γεμάτα και γι αυτό προτίμησα να παραμείνω στο αμαξίδιο παρά να ξαπλώσω.
Έξω ο καιρός ήταν επιτέλους υπέροχα χειμωνιάτικος, όσο χρειαζότανε για να σε παρασύρει από το διάβασμα της εφημερίδας, τα νέα ασφαλιστικά μέτρα, τις περικοπές των δαπανών, την ανησυχία των ασθενών για την χορήγηση φαρμάκων, την αύξηση του λογαριασμού της ΔΕΗ, τις ασφάλειες αυτοκινήτων, τα τέλη κυκλοφορίας και άλλα που δεν φαντάζεστε ότι συζητιούνται σ’ ένα νοσοκομειακό θάλαμο.
Μόνη διακοπή σε όλα τα παραπάνω, ήταν η είσοδος του γιατρού ή της νοσοκόμας για να μας υπενθυμίσουν το λόγο που βρισκόμασταν εκεί και για να δούνε την κυρία στο 3ο κρεβάτι η οποία μπαινόβγαινε και μονίμως απουσίαζε.
Κοντά στο μεσημέρι η κυρία επιτέλους επέστρεψε στο κρεβάτι της, οι γιατροί σταματήσανε να μπαινοβγαίνουν, η νοσοκόμα έφερε τον ορό μου κι η τραπεζοκόμος το φαγητό, όπως κάθε Πέμπτη, ψάρι με λαχανικά. Το τραπεζάκι του κομοδίνου συμισιακό με την κυρία, πιάσαμε την κουβέντα.
Καίτη μου συστήθηκε, Κατερίνα τη φωνάζανε,  είπε, στα νιάτα της, αλλά όταν μεγάλωσε το γύρισε σε Καίτη.
Είπα κι εγώ για τον υπέροχο καιρό, σαν λεζάντα σε εφημερίδα έμοιαζε «Επιτέλους χειμώνας και στα Χανιά»
Έχεις δίκιο παιδί μου, δίψασε η γης, θα διψάσουνε κι οι άνθρωποι αν δεν κάνει και φέτος χειμώνα, σχολίασε η κυρία Καίτη.alt
Ύστερα της μίλησα για το χωριό μου σαν ήμουνα παιδί, για το ρυάκι με τα βατραχάκια, τα κυκλάμινα το φθινόπωρο, την ομπρέλα μόνιμα στη σχολική μου τσάντα, τα βρεγμένα παπούτσια και την ξυλόσομπα.
Και τότε άκουσα κάτι που δεν είχα φανταστεί. Η κυρία Καίτη είπε πως ήτανε γόνος μιας πλούσιας αστικής οικογένειας, μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι στο κέντρο της πόλης κι όταν παντρεύτηκε αγόρασε διαμέρισμα στην Αθήνα όπου κι έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της. Ταξίδεψε και γνώρισε αρκετές πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής, μιλούσε Αγγλικά και Γαλλικά, είχε επισκεφτεί γνωστά μουσεία και χώρους μουσικής αλλά ποτέ δεν άκουσε κάτι που για πολλούς από μας, τους μεγαλωμένους στην ύπαιθρο, είναι αυτονόητο.
Δεν άκουσε κοκόρια να κράζουνε και να διαλαλούνε το ξημέρωμα.
Έχω πλησιάσει το θάνατο, έχω ζήσει τρεις ζωές θαρρώ, έχω απολαύσει πράματα, όνειρα αγίνωτα γι’ άλλους και δεν έζησα το πιο απλό, ούτε θα γνώριζα πως έλειψε από τη γεμάτη μου ζωή αν δεν είχα μπει σε τούτο το νοσοκομείο, το απόμερο απ’ την πόλη, σχολίασε.
Τα μάτια της και τα λόγια της έκρυβαν ενθουσιασμό για την καινούργια εμπειρία κι ας έλεγε πως ένιωθε ντροπή.
Απέναντι σε ποιον; ήθελα να ρωτήσω αλλά με πρόλαβε ο ήχος του τηλεφώνου της.
Γεια σου Νίκη, ναι ναι καλά είμαι, δεν ξέρουν ούτε οι γιατροί πότε θα βγω, μου έκαναν αξονική, μαγνητική, μου βάλανε καλώδια στο κεφάλι, δεν βρίσκουνε τίποτα. Ας μ’ αφήσουνε λέω εγώ να πάω σπίτι μου, να επιστρέψω στις ασχολίες μου, και ν’ αφήκουνε και το Θεό να κάμει τη δουλειά του.
Ο ορός μου στο μεταξύ τελείωσε και φεύγοντας δεν ήθελα να της ευχηθώ περαστικά, ως είθισται, αλλά μόνο καλή ζωή, νομίζω πως της ήταν αρκετό.   
Δέσποινα Μουζουράκη 
**

Βιογραφικό
Με λένε Δέσποινα κι αυτό σκέτο όπως τον καφέ μου. Γεννήθηκα από τον ατμό του ταψιού που έψηνε μπριάμ και σίγουρα μύριζε κρασί και κανέλα. Τα τεφτέρια γράφουνε καλοκαιράκι του 1966 στα Χανιά, ταιριάζει το φαγητό στην εποχή και σε μένα, ανακατεμένος ο ερχόμενος δηλαδή.
Μεγάλωνα στη γωνιά ενός μοδιστράδικου κι έμαθα να ακούω ιστορίες και να τρυπώνω στη ψυχή των ανθρώπων, είχε μουσικές, χρώματα κι αρώματα που κάμανε σαματά στο μυαλό μου.
Για να τα εξηγήσω όλα αυτά πήγα στο Μεγάλο Σχολείο του Ρεθύμνου και τελείωσα το τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής.
Άρχισα  ύστερα να γράφω δικές μου ιστορίες που μύριζαν κρασί και κανέλα.

 *
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΤΟ EYELANDS: ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου