Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Πάμε να βρούμε το καλοκαίρι

E-mail Εκτύπωση PDF
altΚάτι σαν χρονογράφημα, από τον Γρηγόρη Παπαδογιάννη
*
Ξύπνησε ένα πρωί και της είχε κολλήσει, ποιος ξέρει από πού.
-    Μπαμπά. Πάμε να βρούμε το καλοκαίρι.
-    Ναι. Κοίτα τώρα. Δεν μπορούμε να πάμε να βρούμε το καλοκαίρι.
-    Πάμε να βρούμε το καλοκαίρι, μπαμπά. Μπαμπά. Θέλω να βρούμε το καλοκαίρι. Θέλω να πάμε στο καλοκαίρι.
-    Δεν γίνεται να πάμε στο καλοκαίρι. Τι να κάνουμε τώρα;
Ακολούθησαν κλάματα, ως συνήθως όταν δεν γίνεται το δικό της.
Το μεσημέρι πάλι τα ίδια:
-    Θέλω να πάμε στο καλοκαίρι.
-    Βρε αμάν με το καλοκαίρι. Θα πάμε στη θάλασσα. Εντάξει; Θα πάμε να κάνουμε μπάνιο. Οκέι;
-    Όχι. Θέλω να πάμε στο καλοκαίρι.
Τι της λές τώρα και πώς της το εξηγείς; Τον τελευταίο καιρό έχουμε διάφορες τέτοιες απορίες. Τις προηγούμενες τις έλυσα σχετικά εύκολα.
-    Μπαμπά, δεν είσαι γίγαντας;
-    Δεν είμαι. Καμία σχέση.
-    Μπαμπά. Ο τοίχος έχει μαμά;
-    Όχι, ο τοίχος δεν έχει μαμά.
-    Και πού είναι;
-    Ε, έχει πάει αλλού τώρα. Ο τοίχος δεν έχει μαμά.
-    Και δεν στεναχωριέται που δεν έχει μαμά;
-    Όχι, δεν στεναχωριέται. Είμαι μεγάλος τοίχος. Εντάξει;
-    Μμμ…
Από τότε που γεννήθηκε έχω αποκτήσει τη συνήθεια ενός παράξενου μετρήματος. Λέω μέσα μου: «Δυο χρονών. Καλά τα πήγαμε ως εδώ. Τριών χρόνων. Εντάξει είμαστε ακόμα. Τριών και τεσσάρων μηνών. Είναι ακόμα ευτυχισμένη. Τριάμισι. Ακόμα είναι ξένοιαστη». Μοιάζει λίγο με κείνο το ανέκδοτο, με τον τύπο που πέφτει από τα δυό χιλιάδες μέτρα, χωρίς αλεξίπτωτο και για να πάρει κουράγιο, καθώς πέφτει, λέει συνέχεια μέσα του: «μέχρι εδώ πάμε καλά, μέχρι εδώ πάμε καλά, μέχρι εδώ πάμε καλά…»
Το ξέρω ότι θα έρθει η προσγείωση. Παρακαλάω μόνο να μην είναι πολύ απότομη. Αν γίνεται να εξοφληθεί και με δόσεις… Κι εύχομαι ν’ αργήσει ακόμα.
Πώς θα της εξηγήσω σε τι ακριβώς κόσμο την έχω φέρει; Η ζωή δεν είναι αγροτική τράπεζα να πάρεις μόνο το καλό κομμάτι και ν’ αφήσεις στα κοροΐδα το άσχημο. Κάποιοι βέβαια το καταφέρνουν. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.
Πώς θα τη βοηθήσω ν’ αντέξει όταν καταλάβει ότι τα πραγματικά παραμύθια δεν έχουν σχεδόν ποτέ καλό τέλος; Τι θα βρω για να την παρηγορήσω όταν μάθει ότι τριγύρω έχουμε γεμίσει κακούς λύκους; Ότι η ζωή είναι γεμάτη καταστροφές σαν κι αυτές που παθαίνει ο συλβέστρος ο γάτος, με τη μόνη διαφορά ότι εμείς δεν ξαναγεννιόμαστε όταν μας κάνουν χαλκομανία και απλώς πονάμε; Πώς θα αντιδράσει όταν μάθει ότι τον κόσμο δεν κάνει κουμάντο ο γουίνι και οι φίλοι του αλλά κάτι καθάρματα και οι φίλοι τους;
Να την κρατήσω σε μια γυάλα; Να της δείχνω τη ζωή μέσα από ένα παραμορφωτικό καθρέφτη που ομορφαίνει τα πάντα; Ως ένα βαθμό το κάνω. Και δεν αναρωτιέμαι αν κάνω καλά. Μέχρι τώρα είναι εύκολο. Ναι, οι άνθρωποι μπορούν να πετάξουν άμα το θέλουν. Ναι, το περισσότερο που σου ζητάει η ζωή είναι να τραγουδάς και να ζωγραφίζεις ήλιους και λουλουδάκια. Κι οι κατσαρίδες που βλέπουμε στο δρόμο ανάποδα, απλώς κοιμούνται και περιμένουν τις φίλες τους να έρθουν να παίξουν. Και τους ανθρώπους που βλέπουμε ξαπλωμένους στο πάρκο είναι γιατί τους αρέσει να μένουν εκεί.
Θα τα μάθει κάποτε, δεν θα τα μάθει; Δεν θα της γεμίσουν το μυαλό με άχρηστα πράγματα; Δεν θα προσπαθήσουν να την εξαπατήσουν για ένα σωρό τρόπους; Δεν θα την πικράνουν για το τίποτε; Δεν θα μάθει κάποτε ότι πρέπει να δουλεύει, να υποφέρει, να απογοητεύεται, να βασανίζεται, να φοβάται; Εκτός αν μάθει να εξαπατά, να πικραίνει, να απογοητεύει, να φοβίζει τους άλλους πρώτη. Φοβάμαι ότι μπορεί να γίνει έτσι. Όπως επίσης φοβάμαι ότι δεν θα γίνει έτσι.
«Μην είσαι κορόιδο», μου έλεγε ο πατέρας μου. «Βλέπεις τι τραβάνε όσοι πάνε με το σταυρό στο χέρι. Εσύ να κοιτάς το συμφέρον σου». Αλλά το έλεγε με τέτοιο τρόπο που δεν με έπειθε. Γιατί ένιωθα στο βάθος πως ήταν περήφανος. Που ήταν «κορόιδο». Έτσι διάλεξα κι εγώ το δρόμο του κορόιδου. Εύκολα τα λες αυτά όμως. Και νιώθεις και ωραία που το παίζεις έντιμος. Ενώ ήμουν απλώς εγωιστής και ξεροκέφαλος. Όταν αύριο όμως εκείνη καταλάβει ότι δεν βρήκα κανένα τρόπο να της εξασφαλίσω μια άνετη ζωή, όταν καταλάβει ότι ο πατέρας της χαράμισε τη ζωή του με λογοτεχνίες και τέτοιες αηδίες αντί να βρει μια σίγουρη θεσούλα, να κάνει μια κομπίνα, να βρει έστω έναν μπάρμπα σε κάποιο κόμμα… Όταν αύριο τα καταλάβει όλα αυτά, ποιος μου λέει ότι δεν θα με αρχίσει στα μπινελίκια;
Δεν ξέρω. Δεν έχω πουθενά κρυμμένες απαντήσεις για ώρα ανάγκης. Δεν έχω κανένα πρόχειρο ορισμό επιτυχίας στη ζωή, δεν είμαι καν σίγουρος ότι έχω καταλάβει πως παίζεται αυτό το παιχνίδι. Μου άρεσε πάντα να αυτοσχεδιάζω στο δρόμο. Και το πλήρωσα βέβαια. Γι’ αυτό έχω μια ιδιαίτερη συμπάθεια στο γάτο συλβέστρο. Ξέρω από καταστροφές.
Αυτοσχεδιάζω και μαζί της, άραγε; Δεν είμαι σίγουρος. Πιστεύω ότι κάπου μέσα μου έχω κάτι που μου λέει κάθε στιγμή ποιο είναι το καλύτερο που πρέπει να κάνω για κείνη. Όχι ότι το καταφέρνω πάντα. Αλλά μέσα μου ξέρω. Κι αυτό το κάτι περνάει μέσα από στροφές και αντιφάσεις. Γιατί έτσι μόνο μπορείς να πορευτείς εδώ που βρεθήκαμε.
Είναι η ζωή ένα όνειρο; Είναι μια φάρσα; Είναι μια δοκιμασία; Ανάλογα με τις μέρες μου, είναι πότε το ένα πότε το άλλο. Από τον Ίταλο Καλβίνο θυμάμαι μια φράση, που πάει κάπως έτσι: «για να αντέξεις, ψάξε να βρεις μικρούς παράδεισους και δώσε τους ζωή». Ακούγεται όμορφο. Ελπίζω να προλάβω να της το μάθω όσο ακόμη θα με ακούει και θα με πιστεύει.
Στο μεταξύ, όσο περισσότερο μπορώ θα κρατήσω το ίδιο βιολί. Ναι, δεν είναι σωστό να λες στο παιδί ψέματα. Αλλά ποιος είπε ότι λέω ψέματα; Ποιος είπε ότι λέω κάτι που δεν το πιστεύω εγώ ο ίδιος; Ναι, ο άνθρωπος μπορεί να πετάξει. Ναι, μια μέρα ο γουίνι και οι φίλοι (ή κάποιοι που τους μοιάζουν) μπορεί να κυβερνήσουν τον κόσμο. Ναι, άμα ψάξουμε θα βρούμε το καλοκαίρι. Και, αλήθεια σας λέω, ξεκινάμε να πάμε στο καλοκαίρι, αύριο κιόλας. 


-
ΑΝΕΒΗΚΕ ΣΤΟ EYELANDS TON ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου