Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Ο μπαλωματής, ο άστεγος κι η τρύπια κουβέρτα

E-mail Εκτύπωση PDF
   ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
altΥπάρχουνε άνθρωποι που δεν μεγάλωσαν ποτέ. Υπάρχουνε κάτι παιδιά εγκλωβισμένα σε σώματα ανάλογα με την ηλικία τους και δυσανάλογα με το είναι τους.
Κι αυτοί οι άνθρωποι – παιδιά ταλανίζονται όσο ζούνε για να βρούνε τον χωροχρόνο που τους ταιριάζει και ταλανίζουνε κι εμάς τους άλλους, οι οποίοι προσπαθούμε να τους συμμορφώσουμε και να τους κάνομε να ταιριάζουνε με τον κόσμο μας.
γράφει η Δέσποινα Μουζουράκη
Αλλά όχι, δεν τα καταφέρνομε ποτέ ή εκείνοι δεν θέλουν να τα καταφέρουνε σε πείσμα όλων εμάς που συμβιβαστήκαμε αδιαμαρτύρητα και γίναμε μέρος όλου αυτού του πολύβουου και ποικιλόχρωμου κόσμου του υποταγμένου στην ύλη και στην εξουσία.
Ένας τέτοιος ήταν ο Γιάννης, ένας ξεχωριστός, ένας διαφορετικός αγωνιστής, στην πλατεία, στην πορεία, στον αγώνα για ένα κόσμο με άρωμα ανθρώπου, δίχως πολέμους, δίχως ρατσισμό, δίχως αλαζονικές εξουσίες, δίχως βρωμιά.
Συχνά μονολογούσε κάτω από τα πυκνά του μουστάκια «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» θα με ρωτήσει, έλεγε, ο Άγιος Πέτρος άμα πάω στον άλλο κόσμο κι εγώ τι θα του πω; Να του πω πως εμπάλωνα και δεν πολέμησα; να του πω πως δεν ήξερα ότι είχαμε πόλεμο; ή να του πω πως δεν ήξερα ποιοι ήταν οι εχθροί;
Τούτα είπε και την τελευταία φορά που τον συνάντησα κι ύστερα από λίγες ημέρες πέρασε μ’ ένα μονάχα ζάλο την διαχωριστική γραμμή των δύο κόσμων και μ’ άφησε ….
Ούτε ξέρω τι απάντησε στον Άγιο Πέτρο και δεν έχει σημασία τώρα πια. Σημασία έχει πως ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, πως ήθελε να τσακίσει κάθε αγκαθωτό σύρμα που ξεχώριζε τους ανθρώπους, πως ήθελε τα πουλιά να πετούν ελεύθερα …….
Ένας άνθρωπος από εκείνους που δεν φόρεσαν ποτέ τους ρολόγια, δεν προσπάθησαν να βρεθούνε ποτέ συνεπείς στο δικό μας χρόνο και στη δική μας υπερβολικά υπερκινητική ζωή.
Απλός, λιτός κι ανυπάκουος στις προσταγές του συμβιβασμένου κόσμου μας. Μονάχα ένα πιάτο φαΐ κι ένα ποτήρι κρασί του αρκούσαν για να κάνει πανηγύρι την κάθε ημέρα.
«Όλα τ’ άλλα είναι παραμύθια αδερφέ, παραμύθια σας πουλάνε κι εσείς κάθεστε και τους ακούτε και δεν τους παίρνετε με τις πέτρες».
Τώρα μ’ άφησε ξαφνικά μ’ ένα τεράστιο χρέος, να αλλάξω τον κόσμο, μα δεν ξέρω πως, κι μ’ ένα ακόμα, να μοιράσω τα υπάρχοντα του στους άστεγους, ένα φθαρμένο παντελόνι, ένα ζευγάρι άρβυλα, ένα φανελένιο καρό πουκάμισο και μια τρύπια κουβέρτα.


**
πίνακας: tent city homeless, by Judith Rhue


-
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ ΣΤΟ EYELANDS: ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου